Η απάντηση στην ερώτηση εξαρτάται κατά βάση από τρεις παράγοντες:
1) το επίπεδο Γενικών Αγγλικών του υποψήφιου,
2) το επιθυμητό IELTS score και
3) το επίπεδο και την έκταση της προετοιμασίας του υποψήφιου.
Όπως θα διαβάσετε και σε άλλα άρθρα μας, το IELTS δεν είναι μία εξέταση τύπου “ή περνάω ή κόβομαι”, όπως το Lower και το Proficiency.
Κάθε υποψήφιος IELTS θα λάβει ένα IELTS score. Το αν είναι “καλό” αυτό το score ή όχι, εξαρτάται απόλυτα από το αν είναι επαρκές για το φορέα από τον οποίο ζητείται.
Εάν, για παράδειγμα, ένας υποψήφιος λάβει IELTS score 6 και ο φορέας ζητάει – αδιαπραγμάτευτα – score άνω του 7, προφανώς το score είναι ανεπαρκές και ο υποψήφιος θα πρέπει να βελτιωθεί και να λάβει εκ νέου μέρος στις εξετάσεις IELTS, ευελπιστώντας ότι θα πετύχει το ζητούμενο score στη δεύτερη συμμετοχή του στις εξετάσεις. Αντίθετα, για κάποιον άλλο φορέα μπορεί το score 6 να είναι επαρκές, οπότε ο υποψήφιος έχει πετύχει το στόχο του με την πρώτη.
Οι υποψήφιοι IELTS με επίπεδο Γενικών Αγγλικών Lower (B2) θα πρέπει να έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες σχετικά με το score που μπορούν να επιτύχουν. Ειδικά εάν το επιδιωκόμενο score είναι 6,5 και άνω, οι υποψήφιοι αυτοί θα πρέπει να “συμφιλιωθούν” με την ιδέα ότι θα πρέπει να παρακολουθήσουν πρώτα ένα πρόγραμμα βελτίωσης Γενικών Αγγλικών και στη συνέχεια το πρόγραμμα προετοιμασίας IELTS. Αυτή είναι η ορθή πρακτική και αυτό υπαγορεύει η κοινή λογική. Το “να κάνουν περισσότερα test IELTS” οι υποψήφιοι αυτής της κατηγορίας δεν αποτελεί λύση.
Από την άλλη πλευρά, υποψήφιοι IELTS με επίπεδο Γενικών Αγγλικών Advanced/Proficiency (C1/C2) δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίσουν υπεροπτικά την εξέταση IELTS γιατί μπορεί να εκπλαγούν δυσάρεστα.
Κατ’ αρχή, δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία μεταξύ IELTS scores και του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς για τις Γλώσσες. Ασχέτως του τι καθορίζεται στο προσοντολόγιο του ΑΣΕΠ, το να πούμε ότι το τάδε IELTS score είναι επίπεδου C1 ή C2 είναι μία προσέγγιση και όχι μία ακριβής αντιστοίχιση.
Πέραν αυτού, το IELTS έχει το δικό του format και τις δικές του δυσκολίες και ιδιαιτερότητες (δείτε, για παράδειγμα, σχετικά άρθρα εδώ και εδώ), επομένως, ανεξαρτήτως επιπέδου Γενικών Αγγλικών, κάθε υποψήφιος IELTS οφείλει να παρακολουθήσει μία πλήρη και σοβαρή προετοιμασία, προκειμένου να επιτύχει το στόχο του με την πρώτη. Αυτό που προφανώς δε χρειάζεται ένας υποψήφιος IELTS με επίπεδο Γενικών Αγγλικών C1/C2 είναι το προστάδιο της βελτίωσης των Γενικών Αγγλικών του (με την αυτονόητη επισήμανση ότι οι γνώσεις Γενικών Αγγλικών θα πρέπει να έχουν αποκτηθεί σχετικά πρόσφατα, ιδανικά εντός 5ετίας, και ότι ο υποψήφιος θα πρέπει να έχει διατηρήσει καλή επαφή με την Αγγλική γλώσσα).